Οι οικονομικοί εισαγγελείς Γρηγόρης Πεπόνης και Σπύρος Μουζακίτης
«έπληξαν το κύρος της Δικαιοσύνης με τις συγκεκριμένες πράξεις και
συμπεριφορές τους» δήλωσε το απόγευμα ο υπουργός Δικαιοσύνης Μιλτιάδη
Παπαϊωάννου, μετά τη γνωστοποίηση του πορίσματος του αντεισαγγελέα του
Αρείου Πάγου Φώτη Μακρή, με το οποίο ουσιαστικά τίθενται για δεύτερη
φορά στο αρχείο οι καταγγελίες των δύο αντεισαγγελέων Εφετών.
Παράλληλα, χαρακτηρίζει «ατεκμηρίωτες και ουσιαστικά αστήρικτες» τις καταγγελίες των δύο οικονομικών εισαγγελέων.
Ειδικότερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης στην δήλωσή του αναφέρει τα εξής:
«Πρώτον: Σύμφωνα και με το δεύτερο πόρισμα "δεν προέκυψε ότι επιχειρήθηκε καμία ποινικώς αξιόλογη ή καθ' οποιονδήποτε τρόπο υπηρεσιακά επιλήψιμη παρέμβαση στο έργο τους".
Δεύτερον: Την απαράδεκτη παρερμηνεία της, με εξαιρετικής διακριτικότητας σύστασης προς αυτούς, τόσο από εμένα ως Υπουργό Δικαιοσύνης όσο και από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την κατά προτεραιότητα εξέταση υπόθεσης εξαιρετικής φύσης. Μιας σύστασης που στηρίζεται στο νόμο και κινήθηκε στο πλαίσιο των μη αμφισβητούμενων από οποιονδήποτε καθηκόντων μας.
Τρίτον: Από την αρχή είχα καταστήσει σαφές, ότι η διαχείριση των καταγγελιών ανήκει κυρίως στην αρμοδιότητα της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Όμως, δεν μπορώ να αγνοήσω το γεγονός, ότι οι συγκεκριμένοι Αντεισαγγελείς έπληξαν το κύρος της Δικαιοσύνης με τις συγκεκριμένες πράξεις και συμπεριφορές τους, ιδιαίτερα:
Α) Με τις δικαιοπολιτικά ατεκμηρίωτες και ουσιαστικά αστήρικτες αρχικές τους καταγγελίες, οι οποίες δεν επιβεβαιώθηκαν από την έρευνα της ίδιας της Δικαιοσύνης αλλά και ούτε οι ίδιοι επιχείρησαν να τις διευκρινίσουν ή να τις αποδείξουν,
Β) Με τις αρχικές τους δηλώσεις τους για την αποκάλυψη ονομάτων του δημόσιου βίου και των οργανωμένων συμφερόντων, που δήθεν, με αξιόποινες πράξεις ή με υπηρεσιακές επιλήψιμες συμπεριφορές τους παρεμπόδισαν στο έργο τους και τα οποία τελικά δεν κατονόμασαν,
Γ) Με την απρόκλητη αμφισβήτηση της νομοθετικής πρωτοβουλίας της Κυβέρνησης και, κυρίως, με τη διαστρέβλωση του περιεχομένου της».
Παράλληλα, χαρακτηρίζει «ατεκμηρίωτες και ουσιαστικά αστήρικτες» τις καταγγελίες των δύο οικονομικών εισαγγελέων.
Ειδικότερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης στην δήλωσή του αναφέρει τα εξής:
«Πρώτον: Σύμφωνα και με το δεύτερο πόρισμα "δεν προέκυψε ότι επιχειρήθηκε καμία ποινικώς αξιόλογη ή καθ' οποιονδήποτε τρόπο υπηρεσιακά επιλήψιμη παρέμβαση στο έργο τους".
Δεύτερον: Την απαράδεκτη παρερμηνεία της, με εξαιρετικής διακριτικότητας σύστασης προς αυτούς, τόσο από εμένα ως Υπουργό Δικαιοσύνης όσο και από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την κατά προτεραιότητα εξέταση υπόθεσης εξαιρετικής φύσης. Μιας σύστασης που στηρίζεται στο νόμο και κινήθηκε στο πλαίσιο των μη αμφισβητούμενων από οποιονδήποτε καθηκόντων μας.
Τρίτον: Από την αρχή είχα καταστήσει σαφές, ότι η διαχείριση των καταγγελιών ανήκει κυρίως στην αρμοδιότητα της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Όμως, δεν μπορώ να αγνοήσω το γεγονός, ότι οι συγκεκριμένοι Αντεισαγγελείς έπληξαν το κύρος της Δικαιοσύνης με τις συγκεκριμένες πράξεις και συμπεριφορές τους, ιδιαίτερα:
Α) Με τις δικαιοπολιτικά ατεκμηρίωτες και ουσιαστικά αστήρικτες αρχικές τους καταγγελίες, οι οποίες δεν επιβεβαιώθηκαν από την έρευνα της ίδιας της Δικαιοσύνης αλλά και ούτε οι ίδιοι επιχείρησαν να τις διευκρινίσουν ή να τις αποδείξουν,
Β) Με τις αρχικές τους δηλώσεις τους για την αποκάλυψη ονομάτων του δημόσιου βίου και των οργανωμένων συμφερόντων, που δήθεν, με αξιόποινες πράξεις ή με υπηρεσιακές επιλήψιμες συμπεριφορές τους παρεμπόδισαν στο έργο τους και τα οποία τελικά δεν κατονόμασαν,
Γ) Με την απρόκλητη αμφισβήτηση της νομοθετικής πρωτοβουλίας της Κυβέρνησης και, κυρίως, με τη διαστρέβλωση του περιεχομένου της».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Κάντε το σχόλιό σας!