Μέσα από τη μικρή οθόνη συνήθως μας κάνει να γελάμε όμως η ζωή, δεν ήταν
πάντα τόσο ευχάριστη για τον ίδιο τον Θανάση Βισκαδουράκη...
Σε μια εξομολόγηση ψυχής o ίδιος μιλάει για τα παιδικά του χρόνια σε ορφανοτροφείο, για το ξύλο αλλά και τις δύσκολες στιγμές που πέρασε όταν δεν είχε χρήματα ούτε για τα απαραίτητα.
Οι γονείς και δύο από τα αδέρφια του είναι κωφοί. Έχασε πολύ νωρίς τη μητέρα του και κατέληξε ο ορφανοτροφείο.
"Πέρασα πολλές δυσκολίες. Τρώγαμε πολύ ξύλο, υπήρχαν κανόνες. Δεν είναι εύκολο να χειραγωγήσουν δεκαέξι αγόρια δύο καλόγριες. Και μην ξεχνάτε ότι το 1975 δεν υπήρχαν κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι...
Δεν δραπέτευσα. Κατ’ αρχάς, δεν ήξερα πού να πάω. Δεν ήξερα ότι είμαι Αθηναίος. Το ορφανοτροφείο βρισκόταν στη Θήβα" λέει ο ίδιος στη συνέντευξή του.
Αλλά και μετά, η ζωή του δεν ήταν εύκολη.
"Δεν θα ξεχάσω ένα απόγευμα στην Πατησίων, όπου έκλαιγα έξω από το Θέατρο Μινώα. Επειδή είμαι φύσει και θέσει αισιόδοξος, δεν έλεγα ποτέ στον διπλανό μου ότι πεινάω, ότι στερούμαι. Ελεγα πρέπει να το ζήσω, γιατί έτσι με έχει προορίσει ο Θεός. Κάποια στιγμή, ήρθε δίπλα μου ο Γιάννης Ζουγανέλης και με ρώτησε «γιατί κλαις;». Ζούσα τότε σε ένα υπόγειο της Αχαρνών. Του είπα «πλήρωσα το ενοίκιο ίσα-ίσα και δεν έχω να πληρώσω τη σχολή. Δεν έχω να φάω». Πήγε στο καμαρίνι του και μου έδωσε ένα ποσό για να μπορέσω να συντηρηθώ" λέει στη συνέντευξή του στην "Espresso".
Σε άλλο σημείο της συνέντευξής του, λέει ότι για δύο χρόνια έτρωγε σκέτα μακαρόνια με κέτσαπ από το σούπερ μάρκετ. "Έχω ζήσει για χρόνια με δανεικά πράγματα. Τα δικά σου άχρηστα πράγματα για μένα ήταν θησαυρός. Την πρώτη μου τηλεόραση την αγόρασα είκοσι πέντε χρόνων και το πρώτο μου πλυντήριο το πήρα από τον Μπουλά. Πέταγε το δικό του και το πήρα. Πήρα μέχρι και δανεικά σεντόνια και ποτήρια. Είχα πάντα όμως ψηλά το κεφάλι. Εχω κάνει όλες τις δουλειές, ασφαλιστής, σερβιτόρος, καμαρινάκιας, οικοδόμος. Οπου και να με ρίξεις, θα επιβιώσω"...
Σε μια εξομολόγηση ψυχής o ίδιος μιλάει για τα παιδικά του χρόνια σε ορφανοτροφείο, για το ξύλο αλλά και τις δύσκολες στιγμές που πέρασε όταν δεν είχε χρήματα ούτε για τα απαραίτητα.
Οι γονείς και δύο από τα αδέρφια του είναι κωφοί. Έχασε πολύ νωρίς τη μητέρα του και κατέληξε ο ορφανοτροφείο.
"Πέρασα πολλές δυσκολίες. Τρώγαμε πολύ ξύλο, υπήρχαν κανόνες. Δεν είναι εύκολο να χειραγωγήσουν δεκαέξι αγόρια δύο καλόγριες. Και μην ξεχνάτε ότι το 1975 δεν υπήρχαν κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι...
Δεν δραπέτευσα. Κατ’ αρχάς, δεν ήξερα πού να πάω. Δεν ήξερα ότι είμαι Αθηναίος. Το ορφανοτροφείο βρισκόταν στη Θήβα" λέει ο ίδιος στη συνέντευξή του.
Αλλά και μετά, η ζωή του δεν ήταν εύκολη.
"Δεν θα ξεχάσω ένα απόγευμα στην Πατησίων, όπου έκλαιγα έξω από το Θέατρο Μινώα. Επειδή είμαι φύσει και θέσει αισιόδοξος, δεν έλεγα ποτέ στον διπλανό μου ότι πεινάω, ότι στερούμαι. Ελεγα πρέπει να το ζήσω, γιατί έτσι με έχει προορίσει ο Θεός. Κάποια στιγμή, ήρθε δίπλα μου ο Γιάννης Ζουγανέλης και με ρώτησε «γιατί κλαις;». Ζούσα τότε σε ένα υπόγειο της Αχαρνών. Του είπα «πλήρωσα το ενοίκιο ίσα-ίσα και δεν έχω να πληρώσω τη σχολή. Δεν έχω να φάω». Πήγε στο καμαρίνι του και μου έδωσε ένα ποσό για να μπορέσω να συντηρηθώ" λέει στη συνέντευξή του στην "Espresso".
Σε άλλο σημείο της συνέντευξής του, λέει ότι για δύο χρόνια έτρωγε σκέτα μακαρόνια με κέτσαπ από το σούπερ μάρκετ. "Έχω ζήσει για χρόνια με δανεικά πράγματα. Τα δικά σου άχρηστα πράγματα για μένα ήταν θησαυρός. Την πρώτη μου τηλεόραση την αγόρασα είκοσι πέντε χρόνων και το πρώτο μου πλυντήριο το πήρα από τον Μπουλά. Πέταγε το δικό του και το πήρα. Πήρα μέχρι και δανεικά σεντόνια και ποτήρια. Είχα πάντα όμως ψηλά το κεφάλι. Εχω κάνει όλες τις δουλειές, ασφαλιστής, σερβιτόρος, καμαρινάκιας, οικοδόμος. Οπου και να με ρίξεις, θα επιβιώσω"...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Κάντε το σχόλιό σας!