Τον εφιάλτη που έζησαν τον Μάιο του 2010 όταν το υποκατάστημα της Marfin
στη Σταδίου τυλίχθηκε στις φλόγες, ενώ σε εξέλιξη βρίσκονταν
συλλαλητήριο κατά του πρώτου Μνημονίου, περιέγραψαν εργαζόμενοι που
είχαν εγκλωβιστεί στο συγκεκριμένο υποκατάστημα.
Και οι τρεις, σύμφωνα με το protothema.gr, κατάθεσαν στο δικαστήριο όπου δικάζονται τέσσερα στελέχη του συγκεκριμένου υποκαταστήματος τα οποία κατηγορούνται για ανθρωποκτονία από αμέλεια και εγκληματικές βλάβες. Την ανυπαρξία συστήματος πυρόσβεσης στο συγκεκριμένο κτίριο, επιβεβαίωσε στο δικαστήριο υπάλληλος της τράπεζας που εγκλωβίστηκε στο κτίριο και έζησε το σκηνικό της φρίκης.
Οι τρεις εργαζόμενοι κατάφεραν να γλυτώσουν την ύστατη στιγμή και ενώ το κτίριο τυλίγονταν στις φλόγες, σε αντίθεση με τους τρεις συναδέλφους τους, την Αγγελική Παπαθανασοπούλου έγκυο 32 ετών, τη Βιβή Ζούλια 35 ετών και τον Νώντα Τσακάλη 36 ετών, που άφησαν την τελευταία τους πνοή μέσα στο κτίριο. Συγκλονιστική ήταν και η κατάθεση του συζύγου της άτυχης Αγγελικής, ο οποίος μίλησε στο δικαστήριο για την τελευταία συνομιλία που είχε με τη σύζυγό του.
«Στις 2 το μεσημέρι μου τηλεφώνησε εμφανώς πανικόβλητη και μου είπε με έντονο ύφος: "Μας έχουν βάλει φωτιά, θα σε πάρω σε λίγο". Μου το έκλεισε. Αμέσως μετά την πήρα πίσω και μου είπε: "Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Πνίγομαι". Μου το έκλεισε πάλι. Την πήρα ξανά αλλά δεν το σήκωσε» ανέφερε στο δικαστήριο ο Χ. Κ. σύζυγος της άτυχης κοπέλας που σε λίγους μήνες θα γίνονταν μητέρα.
«Το σχέδιο ήταν να φύγει στις 3 από το γραφείο και στις 4 είχε ραντεβού στο γυναικολόγο, αν όλα πήγαιναν καλά. Με πήρε τη στιγμή που κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να σωθεί, αφού είχε κάνει ότι μπορούσε για να φύγει από τη φωτιά» τόνισε ο ίδιος και προσέθεσε: «Η μοναδική είσοδος - έξοδος του καταστήματος ήταν κλειδωμένη και κανείς δεν βγήκε με ορθόδοξο τρόπο. Τους εξανάγκασαν να ζήσουν ένα φρικτό θάνατο. Εγώ δεν θα τους κρατούσα μέσα να πεθάνουν σαν τα ποντίκια».
«Ή θα έσκαγα ή θα πήδαγα»
Συγκλονιστική ήταν και η κατάθεσή του Γ. Γ υπαλλήλου της τράπεζας ο οποίος ανάφερε πως εκείνο το μοιραίο μεσημέρι είχε δει τους συναδέλφους του να ανεβαίνουν τη σκάλα του κτιρίου και να φωνάζουν «μας καίνε, μας καίνε».
«Δεν μπορούσαμε να δούμε ούτε να αναπνεύσουμε. Βγήκα σε ένα πολύ μικρό μπαλκόνι, περίπου 30 πόντους, και μέσα στον πανικό μου πήδηξα. Έπεσα στο κενό γιατί το σημείο όπου προσπάθησα να πηδήξω, υποχώρησε. Δεν είχα επιλογή: Η θα έσκαγα ή θα πήδαγα» ανέφερε ο μάρτυρας.
Όπως κατέθεσε, ο ίδιος πίστεψε ότι είχαν πεθάνει όλοι, γιατί δεν υπήρχε έξοδος κινδύνου για να βγουν από το κτίριο. «Όλοι κάναμε σπασμωδικές κινήσεις γιατί δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Δεν ήμασταν εκπαιδευμένοι. Χάσαμε χρόνο γιατί δεν ξέραμε τι να κάνουμε» προσέθεσε.
«Είχα την τύχη να βγω από την ταράτσα, αφού ένας συνάδελφος έσπασε μια καταπακτή. Το κτίριο δεν είχε άλλη έξοδο πέρα από την κυρία είσοδο. Ήταν σαν να ήμασταν στο εσωτερικό μιας καμινάδας» ανέφερε στην κατάθεσή του ο Σ.Γ επίσης υπάλληλος της τράπεζας στον τελευταίο όροφο. «Η τράπεζα δεν αναγνωρίζει την ευθύνη, ούτε μας έχει αποζημιώσει» τόνισε.
«Όταν συνέβη το περιστατικό, όλοι ούρλιαζαν και ήταν χαμένοι. Ανέβαιναν στους πάνω ορόφους σαν τα ποντίκια. Δεν ήταν το πρόβλημα η μολότοφ. Ήταν ότι δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Ο χρόνος υπήρχε. Θέλαμε μόνο να ακούσουμε ένα συγγνώμη και ένα γιατί. Έχουν περάσει τρία χρόνια, αλλά ακόμα δεν έχουμε ακούσει τίποτα από την τράπεζα» κατέθεσε ο τρίτος υπάλληλος της τράπεζας Σ.Π και συνέχισε: «Αντ' αυτού στη συνάντηση με το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, ο άνθρωπος για τον οποίο δουλεύαμε, μας είπε γιατί δεν πήραμε την πρωτοβουλία να φύγουμε χωρίς, παρά τις εντολές που είχαμε να μείνουμε. Ποιος θα τολμούσε εν μέσω κρίσης να κάνει του κεφαλιού του, αναρωτιέμαι...».
Ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε τέλος ότι δεν υπήρχε στο κτίριο σύστημα πυρόσβεσης.
Και οι τρεις, σύμφωνα με το protothema.gr, κατάθεσαν στο δικαστήριο όπου δικάζονται τέσσερα στελέχη του συγκεκριμένου υποκαταστήματος τα οποία κατηγορούνται για ανθρωποκτονία από αμέλεια και εγκληματικές βλάβες. Την ανυπαρξία συστήματος πυρόσβεσης στο συγκεκριμένο κτίριο, επιβεβαίωσε στο δικαστήριο υπάλληλος της τράπεζας που εγκλωβίστηκε στο κτίριο και έζησε το σκηνικό της φρίκης.
Οι τρεις εργαζόμενοι κατάφεραν να γλυτώσουν την ύστατη στιγμή και ενώ το κτίριο τυλίγονταν στις φλόγες, σε αντίθεση με τους τρεις συναδέλφους τους, την Αγγελική Παπαθανασοπούλου έγκυο 32 ετών, τη Βιβή Ζούλια 35 ετών και τον Νώντα Τσακάλη 36 ετών, που άφησαν την τελευταία τους πνοή μέσα στο κτίριο. Συγκλονιστική ήταν και η κατάθεση του συζύγου της άτυχης Αγγελικής, ο οποίος μίλησε στο δικαστήριο για την τελευταία συνομιλία που είχε με τη σύζυγό του.
«Στις 2 το μεσημέρι μου τηλεφώνησε εμφανώς πανικόβλητη και μου είπε με έντονο ύφος: "Μας έχουν βάλει φωτιά, θα σε πάρω σε λίγο". Μου το έκλεισε. Αμέσως μετά την πήρα πίσω και μου είπε: "Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Πνίγομαι". Μου το έκλεισε πάλι. Την πήρα ξανά αλλά δεν το σήκωσε» ανέφερε στο δικαστήριο ο Χ. Κ. σύζυγος της άτυχης κοπέλας που σε λίγους μήνες θα γίνονταν μητέρα.
«Το σχέδιο ήταν να φύγει στις 3 από το γραφείο και στις 4 είχε ραντεβού στο γυναικολόγο, αν όλα πήγαιναν καλά. Με πήρε τη στιγμή που κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να σωθεί, αφού είχε κάνει ότι μπορούσε για να φύγει από τη φωτιά» τόνισε ο ίδιος και προσέθεσε: «Η μοναδική είσοδος - έξοδος του καταστήματος ήταν κλειδωμένη και κανείς δεν βγήκε με ορθόδοξο τρόπο. Τους εξανάγκασαν να ζήσουν ένα φρικτό θάνατο. Εγώ δεν θα τους κρατούσα μέσα να πεθάνουν σαν τα ποντίκια».
«Ή θα έσκαγα ή θα πήδαγα»
Συγκλονιστική ήταν και η κατάθεσή του Γ. Γ υπαλλήλου της τράπεζας ο οποίος ανάφερε πως εκείνο το μοιραίο μεσημέρι είχε δει τους συναδέλφους του να ανεβαίνουν τη σκάλα του κτιρίου και να φωνάζουν «μας καίνε, μας καίνε».
«Δεν μπορούσαμε να δούμε ούτε να αναπνεύσουμε. Βγήκα σε ένα πολύ μικρό μπαλκόνι, περίπου 30 πόντους, και μέσα στον πανικό μου πήδηξα. Έπεσα στο κενό γιατί το σημείο όπου προσπάθησα να πηδήξω, υποχώρησε. Δεν είχα επιλογή: Η θα έσκαγα ή θα πήδαγα» ανέφερε ο μάρτυρας.
Όπως κατέθεσε, ο ίδιος πίστεψε ότι είχαν πεθάνει όλοι, γιατί δεν υπήρχε έξοδος κινδύνου για να βγουν από το κτίριο. «Όλοι κάναμε σπασμωδικές κινήσεις γιατί δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Δεν ήμασταν εκπαιδευμένοι. Χάσαμε χρόνο γιατί δεν ξέραμε τι να κάνουμε» προσέθεσε.
«Είχα την τύχη να βγω από την ταράτσα, αφού ένας συνάδελφος έσπασε μια καταπακτή. Το κτίριο δεν είχε άλλη έξοδο πέρα από την κυρία είσοδο. Ήταν σαν να ήμασταν στο εσωτερικό μιας καμινάδας» ανέφερε στην κατάθεσή του ο Σ.Γ επίσης υπάλληλος της τράπεζας στον τελευταίο όροφο. «Η τράπεζα δεν αναγνωρίζει την ευθύνη, ούτε μας έχει αποζημιώσει» τόνισε.
«Όταν συνέβη το περιστατικό, όλοι ούρλιαζαν και ήταν χαμένοι. Ανέβαιναν στους πάνω ορόφους σαν τα ποντίκια. Δεν ήταν το πρόβλημα η μολότοφ. Ήταν ότι δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Ο χρόνος υπήρχε. Θέλαμε μόνο να ακούσουμε ένα συγγνώμη και ένα γιατί. Έχουν περάσει τρία χρόνια, αλλά ακόμα δεν έχουμε ακούσει τίποτα από την τράπεζα» κατέθεσε ο τρίτος υπάλληλος της τράπεζας Σ.Π και συνέχισε: «Αντ' αυτού στη συνάντηση με το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, ο άνθρωπος για τον οποίο δουλεύαμε, μας είπε γιατί δεν πήραμε την πρωτοβουλία να φύγουμε χωρίς, παρά τις εντολές που είχαμε να μείνουμε. Ποιος θα τολμούσε εν μέσω κρίσης να κάνει του κεφαλιού του, αναρωτιέμαι...».
Ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε τέλος ότι δεν υπήρχε στο κτίριο σύστημα πυρόσβεσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Κάντε το σχόλιό σας!