Ήταν από τις πρώτες «τσουχτερές» κρύες μέρες της καινούργιας χρονιάς. Η βαρυχειμωνιά δεν τον ενδιέφερε. Μπορούσε να την αντέξει. Τη «βουβή» παγωνιά του ατελέσφορου βιοποριστικού αγώνα, όμως όχι.
Ο χαμηλοσυνταξιούχος κατάφερε να ξαποστάσει σε μία καρέκλα της υπηρεσίας. Έμοιαζε ταλαιπωρημένος. Δεν ήθελε να το δείξει. Μια αγέρωχη αξιοπρέπεια που συνοδεύει τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας τον προστάτευε. Πιθανότατα και η «αειθαλής» περηφάνια του τόπου καταγωγής του…
Η σιωπή του κάποια στιγμή «έσπασε». Αφότου ενημερώθηκε για τα διαδικαστικά της διευθέτησης ενός λογαριασμού στο χωριό του, το Αμάρι Ρεθύμνου. Κυριεύθηκε από την απελπισία. «Δεν μπορώ να το πληρώσω…», αποκρίθηκε χαμηλόφωνα στην υπάλληλο, κοιτώντας την κατάματα.
Προσπάθησε να τον ηρεμήσει. Τα κατάφερε. Ξεκίνησε να της «ανοίγει» την καρδιά του. Ξετύλιγε σιγά-σιγά το …κουβάρι της καθημερινής ανηφόρας που καλείται να ανέβει για να επιβιώσει. Φάνηκε να λυγίζει «Ήρθα με τα πόδια από τα Καμίνια. Ούτε τα λεφτά για το εισιτήριο του αστικού λεωφορείου δεν έχω παιδί μου…».
Η υπάλληλος «ταρακουνήθηκε». Αμέσως έβγαλε από την τσάντα της ένα εισιτήριο αστικών συγκοινωνιών, δίνοντάς το στον ηλικιωμένο, μαζί μ’ ένα γλυκό. Στα μάτια του είδε ένα δικό της άνθρωπο. Σπάνιο πράγμα στις μέρες μας. Η -έστω- μικρή, αλλά συμβολική κίνηση τον συγκίνησε. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώσπου δάκρυσε.
Μοιράζοντας ευχές ευγνωμοσύνης, ο εκ των βιοπαλαιστών, της διπλανής μας πόρτας, έφυγε απ’ την υπηρεσία. Γεμάτος ζεστασιά στην καρδιά του, απ’ το ελάχιστο αντίτιμο αλληλεγγύης στην πεντακάθαρη αξιοπρέπειά του. Ο ανήφορος δεν τελειώνει ποτέ. Για καλή μας τύχη, ούτε και η ανθρωπιά…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Κάντε το σχόλιό σας!